- αποσυγκεντρώνω
- [-ώ (ο )] μετ.1) рассредоточивать; 2) децентрализовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσυγκεντρώνω — 1. κάνω αποκέντρωση 2. διαχωρίζω πρόσωπα ή πράγματα συγκεντρωμένα … Dictionary of Greek
αποσυγκεντρώνω — αντί αποκεντρώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)